- κατηπείλησαν
- καταπειλέωuse threateningaor ind act 3rd pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπειλώ — καταπειλῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού απειλώ) μσν. μέσ. καταπειλοῡμαι, έομαι απειλώ, φοβερίζω κάποιον με κάτι αρχ. εκτοξεύω απειλές, ξεστομίζω απειλητικά λόγια εναντίον κάποιου («πολλὰ ἔπη κατηπείλησαν», Σοφ.) … Dictionary of Greek